- μοσχοκαρύα
- μοσχοκαρύδιά η бот. мускатник
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Μοσχοκαρυά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 320 κάτ.), του νομού Φθιώτιδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λειανοκλαδίου … Dictionary of Greek
μοσχοκαρυδιά — και μοσκοκαρυδιά και μοσχοκαρύα, η βοτ. κοινή ονομασία τού δένδρου Μyristica fragrans τού γένους μυριστική. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχοκάρυδο. Ο τ. μοσχοκαρύα < μοσχοκάρυον] … Dictionary of Greek
μοσχοκαρυέλαιο — το μοσχοβούτυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχοκαρύα + έλαιο] … Dictionary of Greek